ηδύγαιος

ηδύγαιος
ἡδύγαιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλή γη, καλό χώμα ή παράγεται από καλή γη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδύγαιον
το φυτό σικυός ή σίκυος*, κν. αγγουριά, και ο καρπός του, κν. αγγούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + γαία «γη». Το α΄ συνθετικό ηδυ- απαντά σε αρκετές ονομασίες φυτών (πρβλ. ηδύ-οσμος, ηδύ-σαρον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”